Δεν είναι πλέον μυστικό πως λόγω παραγόντων όπως η επιδίωξη επαγγελματικής ανέλιξης, πολλά νεαρά ζευγάρια συχνά πλέον καθυστερούν τον οικογενειακό τους προγραμματισμό. Ως επακόλουθο, η μέση ηλικία των γυναικών που αναζητούν τη λύση της εξωσωματικής γονιμοποίησης στην Ελλάδα είναι τα 38. Εκτιμάται ότι πάνω από ένα στα επτά ζευγάρια αντιμετωπίζουν δυσκολία να συλλάβουν με φυσικό τρόπο και ο αριθμός των ετήσιων γεννήσεων μετά από υποβοηθούμενη αναπαραγωγή παγκοσμίως υπερβαίνει τις 750.000.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), στις γυναίκες ηλικίας πάνω των 35 ετών η ιατρική συμβουλή είναι απαραίτητη και σημαντικότατη εφόσον περάσουν 6 μήνες συχνών σεξουαλικών επαφών χωρίς προφυλάξεις και δεν επιτευχθεί σύλληψη. Για τις γυναίκες κάτω από 35 ετών, η ιατρική συμβουλή είναι απαραίτητη έπειτα από 12 μήνες συστηματικών ερωτικών επαφών χωρίς προφυλάξεις.
Σχετικά με τους παράγοντες που συμβάλλουν στη μείωση της γονιμότητας, η ηλικία είναι ένας από τους σημαντικότερους για το γυναικείο φύλο. Η ποιότητα των ωαρίων και κατ’ επέκταση η πιθανότητα σύλληψης με φυσιολογικό τρόπο επηρεάζονται αρνητικά μετά τα 35 έτη της γυναίκας, με αποτέλεσμα αρκετά ζευγάρια που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί μετά από αυτήν την ηλικία να μην καταφέρνουν τον στόχο τους χωρίς ιατρική υποβοήθηση.
Στους άνδρες η υπογονιμότητα έχει να κάνει με την ελάττωση της ποιότητας και της ποσότητας των σπερματοζωαρίων. Επιπλέον, το στρες είναι αρνητικός παράγοντας στην ποιότητα της ζωής και επομένως μπορεί έμμεσα να ευθύνεται για τη μείωση της γονιμότητας των ζευγαριών. Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής με τους εντατικούς ρυθμούς εργασίας έχει αρνητικό αντίκτυπο τόσο στη συχνότητα όσο και στην επιθυμία σεξουαλικών επαφών.
Η λύση της εξωσωματικής γονιμοποίησης
Και ενώ ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι λόγος για το αυξημένο στρες, δεν υπάρχει λόγος άγχους όσον αφορά την εξωσωματικής γονιμοποίησης. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να σχετίζουν την εξωσωματική γονιμοποίηση με την εμφάνιση καρκίνου του μαστού ή άλλων μορφών καρκίνου. Επιπλέον η συχνότητα επιτυχίας είναι αρκετά υψηλή με ποσοστά που ξεπερνούν το 50%, εφόσον η προσπάθεια γίνεται σε γυναίκες κάτω των 35 ετών και σε μονάδες που διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό και τεχνολογία αιχμής. Να σημειώσουμε βέβαια ότι μετά την ηλικία των 40 ετών η πιθανότητα ελαττώνεται, οπότε τα ζευγάρια που σκέφτονται να προχωρήσουν στη διαδικασία δεν χρειάζεται να χάνουν πολύτιμο χρόνο.
Αντίστοιχα, ούτε τα ποσοστά αποβολής είναι αυξημένα με την εξωσωματική (κυμαίνονται στο 15-20%, όπως ισχύει και για τις γυναίκες που συλλαμβάνουν με φυσικό τρόπο). Τέλος, στους φόβους πολλών ζευγαριών ότι τα παιδιά της εξωσωματικής θα έχουν περισσότερες γενετικές ανωμαλίες ή προβλήματα υγείας, τα επιστημονικά ευρήματα δεν υποστηρίζουν τέτοιες ανησυχίες. Αντιθέτως, δείχνουν ότι οι πιθανότητες γενετικών ανωμαλιών ανέρχονται σε 1- 2% ανεξάρτητα από το πότε έγινε η σύλληψη. Μετά την ηλικία των 40 ετών η πιθανότητα ελαττώνεται, οπότε τα ζευγάρια που σκέφτονται να προχωρήσουν στη διαδικασία δεν χρειάζεται να χάνουν πολύτιμο χρόνο.
Άλλες λύσεις
Η εξωσωματική γονιμοποίηση με φυσικό κύκλο. Συστήνεται σε δύο περιπτώσεις: Η πρώτη αφορά γυναίκες νεαρής ηλικίας με ικανοποιητικό ωοθηκικό απόθεμα, δηλαδή διαθέσιμο αριθμό ωαρίων. Οι γυναίκες αυτές έχουν 6 με 12 μήνες που απαιτούνται ώστε να συλλέξουν τον απαιτούμενο αριθμό ωαρίων για εξωσωματική και να πετύχουν κύηση με την πρώτη εμβρυομεταφορά. Η δεύτερη αφορά σε γυναίκες μετά τα 40, με χαμηλό απόθεμα ωαρίων, στις οποίες η εξωσωματική με φάρμακα δεν αυξάνει τον αριθμό των ωαρίων που συλλέγονται με τη διαδικασία.
Επιπλέον, η κατάψυξη ωαρίων που αφορά είτε γυναίκες που μόλις έχουν διαγνωστεί με καρκίνο ή έχουν οικογενειακό ιστορικό πρόωρης εμμηνόπαυσης. Ο αριθμός των απαιτούμενων ωαρίων εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας τη στιγμή της κατάψυξης. Στις γυναίκες κάτω των 35, συνήθως η κύηση εξασφαλίζεται με μια ωοληψία, ενώ στις γυναίκες μετά τα 40 χρειάζεται ενδεχομένως να επαναλάβουν τη διαδικασία. Λόγω της εξέλιξης της μεθόδου επιτυγχάνονται ποσοστά επιβίωσης των ωαρίων πάνω από 90% μετά την απόψυξη, οπότε τα ποσοστά εγκυμοσύνης υπερβαίνουν το 50% στις ηλικίες κάτω των 35.
Για γυναίκες που η προχωρημένη ηλικία ή η χαμηλοί ποιότητα ωαρίων ή άλλοι ιατρικοί λόγοι δεν τους επιτρέπει είτε τη χρήση δικών τους ωαρίων είτε την κύηση από τις ίδιες, υπάρχουν λύσεις όπως δότριες ωαρίων και παρένθετες μητέρες.
Τέλος, η mini-IVF αποτελεί μια πρωτοποριακή γρήγορη μέθοδο με ελάχιστη φαρμακευτική διέγερση. Στο πλαίσιο της συλλέγονται 1-3 ωάρια τα οποία είναι υψηλής ποιότητας και συνεπώς έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν ανάλογα έμβρυα. Επειδή η mini IVF προωθεί την ποιότητα αντί την ποσότητα, αυξάνεται σημαντικά η αποτελεσματικότητα της εξωσωματικής. Επιπλέον, η γονιμοποίηση επιτυγχάνεται με μικρότερες ποσότητες φαρμάκων, κάτι που σημαίνει ότι έχει μειωμένο κόστος και μικρό κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών.
Πηγή: Συνέντευξη από τους Ιωάννη Ζερβομανωλάκη, Δήμητρα Παπαδοπούλου & Στέφανο Χανδακά στο περιοδικό “Υγεία μου” σχετικά με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή με τίτλο “IVF, Πολύτιμα μωρά”.