Προγεννητικός Έλεγχος

Home | Υπηρεσίες | Εγκυμοσύνη | Προγεννητικός Έλεγχος

Μόλις μια γυναίκα μάθει ότι είναι έγκυος ή πριν ακόμη μάθει ότι περιμένει παιδί, θα πρέπει να κάνει μία σειρά εξετάσεων, που δείχνουν τη γενική κατάσταση της υγείας της. Σκοπός των εξετάσεων αυτών είναι ο εντοπισμός τυχόν προβλημάτων που μπορεί να δημιουργήσουν επιπλοκές κατά την κύηση ή τον τοκετό και η έγκαιρη αντιμετώπισή τους.

Γενική Αίματος, Επίπεδα Σιδήρου και Φερριτίνης

Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης, σιδήρου και φερριτίνης, ώστε να αποκλείσουμε σιδηροπενική αναιμία. Aν τα επίπεδά τους είναι χαμηλά, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα, προκειμένου οι παθολογικές τιμές να επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα.

Ομάδα Αίματος και Rhesus

Είναι σημαντικό ο θεράπων ιατρός να γνωρίζει την ομάδα αίματός σας, στη σπάνια περίπτωση που χρειαστεί μετάγγιση αίματος κατά τη διάρκεια της κύησης ή τον τοκετό. Όσον αφορά στον παράγοντα Rhesus, πρέπει να γνωρίζουμε εάν η έγκυος είναι RhD (+) ή RhD (-). Αν η μητέρα είναι RhD (-) και ο πατέρας του μωρού είναι RhD(+), υπάρχει μεγάλη πιθανότητα και το μωρό να είναι RhD (+). Στην περίπτωση αυτή, το σώμα της εγκύου μπορεί να παράγει αντισώματα τα οποία αρχίζουν να επιτίθενται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του μωρού.

Έλεγχος για Μεσογειακή και Δρεπανοκυτταρική Αναιμία

Είναι η πλέον σημαντική εξέταση ελέγχου για την πιο συχνή γενετικά καθορισμένη ασθένεια των λαών της Μεσογείου, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία του ατόμου που νοσεί. Συστήνεται η πραγματοποίησή της ιδανικά προτού η γυναίκα μείνει έγκυος ή αμέσως μόλις επιβεβαιωθεί η εγκυμοσύνη της.

Αντισώματα ερυθράς

Οι περισσότερες γυναίκες έχουν ανοσία στην ερυθρά, είτε λόγω του εμβολιασμού τους, είτε επειδή έχουν νοσήσει σε παιδική ηλικία. Στην περίπτωση που η έγκυος δεν έχει ανοσία, είναι πολύ σημαντικό να αποφύγει με κάθε τρόπο την έκθεσή της σε περιβάλλοντα όπου μπορεί να κολλήσει τη νόσο. Ο λόγος είναι πως εάν νοσήσει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το μωρό έχει αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα στην καρδιά, την όραση και την ακοή του.

Έλεγχος για Ηπατίτιδα Β και C και HIV

Οποιαδήποτε γυναίκα θα μπορούσε να είναι φορέας του ιού της ηπατίτιδας και να μην το γνωρίζει. Στην περίπτωση όμως εγκυμοσύνης είναι σημαντικό να το γνωρίζουμε, γιατί εάν περάσει η ασθένεια στο μωρό σας είτε πριν είτε μετά την γέννηση, μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες στο ήπαρ του.

Επίσης, όλες οι μητέρες πρέπει να υποβάλλονται σε εξέταση αίματος για την ανίχνευση του ιού του AIDS. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να μειωθεί η πιθανότητα μετάδοσης του ιού στο μωρό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή μετά τη γέννηση.

Έλεγχος για τοξοπλάσμωση

Το τοξόπλασμα είναι ένα παράσιτο από το οποίο μία έγκυος μπορεί να μολυνθεί αν έλθει σε επαφή της με περιττώματα από γάτες, χώμα, ωμό κρέας ή μη παστεριωμένα γαλακτοκομικά. Αν μία γυναίκα δεν έχει ανοσία και νοσήσει πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, μπορεί να αποβάλει, το μωρό να έχει προβλήματα ή να γεννηθεί νεκρό. Για τον λόγο αυτό, ο έλεγχος για τοξοπλάσμωση είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Έλεγχος Σακχάρου

Η μέτρηση του σακχάρου στην αρχή της κύησης και το τεστ ανοχής γλυκόζης/ καμπύλη σακχάρου στο δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης γίνονται στο πλαίσιο της πρόληψης και έγκυρης διάγνωσης του διαβήτη κύησης.

Αυχενική Διαφάνεια

Αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική υπερηχογραφική εξέταση της εγκυμοσύνης στο πρώτο τρίμηνο, γιατί δίνει εξαιρετικά σημαντικές πληροφορίες για το έμβρυο αλλά και την κύηση γενικότερα. Έχει σαν στόχο την έγκαιρη διάγνωση ορισμένων παθήσεων και χρωμοσωμικών ανωμαλιών του εμβρύου, όπως τα Σύνδρομα Down, Patau και Edwards.

Η υπερηχογραφική μέτρηση ειδικών δεικτών όπως π.χ. η αυχενική διαφάνεια και το ρινικό οστό του εμβρύου, σε συνδυασμό με τον βιοχημικό έλεγχο τριών παραγόντων στο αίμα της μητέρας (β-hCG, PAPP-A και PGF), την ηλικία και το βάρος της, οδηγεί τελικά σε αυτό που λέμε συνδυασμένη στατιστική πιθανότητα το έμβρυο να πάσχει από σύνδρομο Down και άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

Λήψη Τροφοβλάστης CVS (Λήψη Χοριακών Λαχνών)

Πρόκειται για επεμβατικό διαγνωστικό τεστ που πραγματοποιείται σχετικά νωρίς στην κύηση (10 – 12 εβδομάδες) προκειμένου να διαγνώσει έγκαιρα γενετικές διαταραχές στο έμβρυο όπως η κυστική ίνωση και η μεσογειακή αναιμία, καθώς επίσης χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Down. Πραγματοποιείται με λήψη χοριακών λαχνών από τον πλακούντα προκειμένου να γίνει έλεγχος του DNA, των χρωμοσωμάτων και κάποιων ενζύμων του εμβρύου. Ενδείξεις για το τεστ αυτό αποτελούν: α) Αυξημένη πιθανότητα για χρωμοσωμικές ανωμαλίες στον έλεγχο της αυχενικής διαφάνειας, β) Ύπαρξη χρωμοσωμικής ανωμαλίας σε προηγούμενη κύηση γ) Βεβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό για την ύπαρξη κάποιας γενετικής ασθένειας π.χ. κυστικής ίνωσης.

Αμνιοπαρακέντηση

Έχει τις ίδιες ενδείξεις όπως η λήψη τροφοβλάστης. Πραγματοποιείται πιο αργά στην κύηση, μετά τις 15 εβδομάδες, με λήψη συγκεκριμένης ποσότητας αμνιακού υγρού που περιβάλλει το έμβρυο, το οποίο περιέχει εμβρυικά κύτταρα και άλλα στοιχεία για περαιτέρω ανάλυση.

Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος

Οι έγκυες γυναίκες υψηλού κινδύνου για χρωμοσωμικές ανωμαλίες, έχουν πλέον τη δυνατότητα ελέγχου για τις ανωμαλίες αυτές, χάρη σε ένα πολύ εξελιγμένο, μη επεμβατικό γενετικό τεστ.

Το εμβρυικό DNA, δηλαδή το γενετικό υλικό του εμβρύου, είναι ανιχνεύσιμο από την 5η εβδομάδα της κύησης, στο αίμα της μητέρας. Η συγκέντρωσή του αυξάνει κατά τις επόμενες εβδομάδες και εξαφανίζεται μετά τον τοκετό. Η ποσότητα του εμβρυϊκού DNA που υπάρχει από την 9η εβδομάδα της κύησης είναι αρκετή για να εγγυηθεί την υψηλή ειδικότητα και ευαισθησία του τεστ.

Ένα από τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα του τεστ, εκτός από το γεγονός ότι είναι μη επεμβατικό, είναι το γεγονός ότι η πιθανότητα ψευδώς θετικού ή ψευδώς αρνητικού αποτελέσματος είναι εξαιρετικά χαμηλή. Αυτή η ακρίβεια είναι πρωταρχικής σημασίας για την έγκυο.