Η παρένθετη μητρότητα αποτελεί μια επιλογή στην οποία καταφεύγουν γυναίκες αρκεί να μην έχουν υπερβεί το 50ό έτος της ηλικία τους. Όταν απουσιάζει η μήτρα ή όταν υπάρχει κάποια σοβαρή ασθένεια που καθιστά την κύηση αδύνατη ή επικίνδυνη για τη ζωή της γυναίκας, όπως καρκίνος, χρόνια νόσος π.χ. διαβήτης, υπέρταση ή νεφρική ανεπάρκεια, χρησιμοποιείται μια άλλη γυναίκα, η λεγόμενη παρένθετη μητέρα, στη μήτρα της οποίας μεταφέρεται το έμβρυο που έχει προκύψει από την εξωσωματική γονιμοποίηση των ωαρίων της μητέρας με το σπέρμα του συντρόφου της. Στη διαδικασία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθούν δανεικά ωάρια ή δανεικό σπέρμα.
Παρένθετη Μητρότητα: Τι ορίζει ο νόμος;
Το ελληνικό δίκαιο είναι αρκετά φιλελεύθερο στο θέμα της παρένθετης μητρότητας. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Μονάδες Εξωσωματικής της χώρας μας απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο αναγνώρισης στο εξωτερικό, η Ελλάδα αποτελεί μια από τις χώρες που προσελκύουν ζευγάρια από άλλες χώρες για τη θεραπεία αυτή.
Ο γιατρός του ζευγαριού πιστοποιεί τόσο την αδυναμία κυοφορίας της βιολογικής μητέρας, όσο και την ικανότητα της παρένθετης μητέρας να κυοφορήσει. Με βάση τον νόμο, η παρένθετη μητέρα πρέπει να βρίσκεται σε ηλικία άνω των 25 ετών. Παράλληλα, πρέπει να είναι ήδη μητέρα ενός τουλάχιστον παιδιού και να μην έχει υποβληθεί σε πάνω από δύο καισαρικές τομές. Σε περίπτωση που η υποψήφια παρένθετη μητέρα είναι έγγαμη, απαιτείται η συναίνεση του συζύγου της.
Για να γίνει η επιλογή της παρένθετης μητέρας πραγματοποιείται σειρά εξετάσεων, η οποία περιλαμβάνει και εμπεριστατωμένη εξέταση από ψυχολόγο, για να πιστοποιηθεί η ικανότητα της γυναίκας αυτής να κυοφορήσει. Στη συνέχεια, το ζευγάρι και η υποψήφια παρένθετη μητέρα υποβάλλουν την αίτηση στο δικαστήριο.
Όταν το δικαστήριο εγκρίνει την παρένθετη μητρότητα ως διαδικασία, ο γιατρός έχει το δικαίωμα να προχωρήσει στην εμβρυομεταφορά. Mετά τον τοκετό, οι βιολογικοί γονείς είναι οι μόνοι που αναγράφονται στο πιστοποιητικό γέννησης και αναλαμβάνουν την επιμέλεια του παιδιού.